Ομιλία π. Γρηγορίου (Νοέμβριος 2014)

30 Νοεμβρίου 2014

Ο π. Γρηγόριος, ιερομόναχος της Ι. Μ. Γρηγορίου του Αγίου Όρους, επισκέφτηκε την πόλη μας και ομίλησε σε πολυπληθές ακροατήριο εις το Πνευματικό  Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης με θέμα: "Γένεσις και αντιμετώπιση της Οικονομικής και άλλων Κρίσεων στην Ελλάδα". Για να ακούσετε και να δείτε την ομιλία σε ταινία, πατήστε  εδώ.

Ακολουθεί η  ομιλία του σε κείμενο.


ΓΕ­ΝΕ­ΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝ­ΤΙ­ΜΕ­ΤΩ­ΠΙ­ΣΙΣ
ΤΗΣ ΟΙ­ΚΟ­ΝΟ­ΜΙ­ΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛ­ΛΩΝ ΚΡΙ­ΣΕΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΛ­ΛΑΔΑ[1] 

Πανοσιολογιώτατε Ἅγιε Πρωτοσύγγελε, ἍγιοιΠατέρες, Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί.

Η Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι Μία καί τό κήρυγμά της εἶναι ἑνιαῖο. Ὅ,τι σᾶς διδάσκει ὁ Ἐπίσκοπος Σας, τά ἴδια, ἴσως μέ διαφορετικά λό­για, θά ακούσετε καί ἀπό τήν ταπεινότητά μου. Ἴσως  μέ ρωτήσετε τότε, «γιατί τόσος κόπος νά ἔρθετε στἠν Κρήτη, αφοῦ θά εἰπῆτε τά ἴ­δια πράγματα;» Νομίζω, η ωφέλεια πού θά προκύψη ἀπό τήν δια­πίστωσι τοῦ ενιαίου λόγου τοῦ κηρύγματος θά εἶναι ὅτι, ἡ Πίστις μας καί οἱ ἐμπειρίες μας στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κοινές. Ἄλλη ὠ­φέλεια θά εἶναι, ὅτι ἔτσι ενισχύεται ὁ σύνδεσμος της Τοπικῆς Ἐκ­κλησίας μέ τόν Ἁγιορείτικο Μοναχισμό. Αυτοί θεωρώ πως εἶναι οἱ λόγοι, πού προκαλοῦν τό ενδιαφέρον τῆς κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μελῶν της, νά προσκαλοῦν αδελφούς πού ασκοῦνται σέ ἄλ­λους Τόπους. Αυτοί εἶναι οἱ λόγοι γιά τούς οποίους καί ὁ Σεβαστός Γέροντάς μου απεδέχθη τήν πρόσκλησί σας καί μέ απέστειλε στό φιλόξενο νησί καί στήν ζῶσα Ἐκκλησία Σας, γιά νά γίνη αὐτή ἡ ομι­λία, μέ θέμα «ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».

Γιά ὅλα καί ἐ­πάνω ἀπό ὅλα εὐ­χα­ρι­στοῦμε τόν Σε­βα­σμι­ώ­τατο Ποι­με­νάρχη Σας, πού μέ τήν εὐχή καί εὐ­λο­γία του γί­νε­ται ἡ Σύ­να­ξις αὐτή. Μόνο μέ τήν εὐ­λο­γία του μπο­ροῦμε νά βε­βαι­ω­θοῦμε ὅτι εἴ­μεθα στό Θέ­λημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐ­πί­σης εὐ­χα­ρι­στοῦμε τόν Πρό­ε­δρο καί τά μέλη τοῦ Συλ­λό­γου «Φί­λοι τοῦ Ἁ­γίου Ὄ­ρους» Ἠ­ρα­κλείου Κρή­της γιά τήν ἀ­γάπη τους πρός τό Πε­ρι­βόλι τῆς Πα­να­γίας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως χαι­ρό­μεθα γιά τόν ζῆλο σας πρός τήν Ἐκ­κλη­σία μας καί τήν ὑ­πα­κοή σας πρός τόν οἰ­κεῖο Ἐ­πί­σκοπο. Μέ τό τα­πεινό ἔργο σας γί­νε­σθε συ­νερ­γοί καί συ­νερ­γά­τες τοῦ Σε­βα­σμι­ω­τά­του στό Ποι­μαν­τικό ἔργο του. Εἴ­μεθα πε­πει­σμέ­νοι ὅτι εὑ­ρι­σκό­με­νοι σέ δι­αρκῆ καί ἄρ­ρη­κτη ἑ­νό­τητα μαζί του, τό ἔργο σας θά εὐ­ο­δοῦ­ται καί ὁ μι­σθός σας θά εἶ­ναι πο­λύς ἐν τῶ Οὐ­ρανῶ.
Ἄς ἔλ­θουμε τώρα στό θέμα μας.
Ἀπό τό 2009 ἡ πα­τρίδα μας εἰ­σῆλθε στή δίνη τῆς Οἰ­κο­νο­μι­κῆς Κρί­σεως. Πολ­λοί ἔ­χουν γρά­ψει καί ὁ­μι­λή­σει γι΄ αὐτό τό θέμα. Στα­χυ­ο­λογῶ με­ρι­κές ἀ­πό­ψεις, οἱ ὁ­ποῖες ἔ­χουν δόσι ἀ­λη­θείας. Ἀ­πέ­δω­σαν λοι­πόν τό φαι­νό­μενο τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σεως στούς πο­λι­τι­κούς ἄρ­χον­τες καί τίς κατά και­ρούς Κυ­βερ­νή­σεις τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Πο­λι­τείας, δι­ότι δέν δι­ε­χει­ρί­σθη­σαν μέ σύ­νεσι καί χρη­στό­τητα τόν ἐ­θνικό πλοῦτο, ἀλλά ἀν­τί­θετα ἐ­πέ­τρε­ψαν τήν δι­α­σπά­θησί του.
Ἄλ­λοι εἶ­παν ὅτι ὀ­φεί­λε­ται στόν πόθο κά­ποιων ἀρ­χόν­των νά εὑ­ρί­σκων­ται πάν­τοτε στήν ἐ­ξου­σία, ἱ­κα­νο­ποι­ών­τας τίς ὑ­λι­κές ἐ­πι­θυ­μίες τοῦ λαοῦ. Καί γιά νά τό ἐ­πι­τύ­χουν δέν ἐ­δί­στα­σαν νά προ­χω­ρή­σουν σέ ὑ­περ­βο­λικό δα­νει­σμό τῆς Χώ­ρας, πέ­ραν τῶν πα­ρα­γω­γι­κῶν δυ­να­το­τή­των της. Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν ἡ ἀ­δυ­να­μία ἀν­τα­πο­κρί­σεως στίς δα­νει­α­κές ὑ­πο­χρε­ώ­σεις καί τό ξέ­σπα­σμα τῆς Κρί­σεως.
Ἄλ­λοι ἐ­τό­νι­σαν τίς ὑ­πέρ­με­τρες προσ­λή­ψεις στόν Δη­μό­σιο Το­μέα, οἱ ὁ­ποῖες ἀ­φά­νι­σαν κάθε ἰ­κμάδα γιά οἰ­κο­νο­μική ἀ­νά­πτυξι.
 Ἄλ­λοι ἀ­πο­δί­δουν τήν οἰ­κο­νο­μική κρίσι στήν κρίσι τῶν ἠ­θῶν, ὅ­που ἄρ­χον­τες καί λαός ἐ­πε­δό­θη­σαν στήν ὑ­πε­ξαί­ρεσι τοῦ Κρα­τι­κοῦ κορ­βανᾶ γιά ἴ­διο ὄ­φε­λος. Με­ρι­κοί τό ἀ­πο­δί­δουν σέ ἐ­σκεμ­μένη ἐ­πι­δρομή τοῦ δι­ε­θνοῦς κε­φα­λαίου, προ­κει­μέ­νου νά στε­ρή­σουν τήν ἐ­λευ­θε­ρία τῶν λαῶν καί νά κα­τα­δυ­να­στεύ­σουν τά ἔ­θνη, γιά νά ἐ­πι­βά­λουν στή συ­νέ­χεια μέ εὐ­κο­λία τήν παγ­κο­σμι­ο­ποί­ησι.
Ἀ­νέ­φερα κά­ποι­ους λό­γους πού ὁ­δή­γη­σαν στήν Οἰ­κο­νο­μική Κρίσι. Σί­γουρα θά ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λοι, τούς ὁ­ποί­ους ἀ­γνοῶ. Ἄς ἀ­να­φέ­ρουμε τώρα καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα τῆς Κρί­σεως, τά ὁ­ποῖα βι­ώ­νουμε ὅ­λοι μας: α) Ἡ  Ἑλ­λάδα κυ­βερ­νᾶ­ται ἀπό τούς δα­νει­στές της. β) Τά μέ­τρα πού λαμ­βά­νον­ται γιά τήν ἀν­τι­με­τώ­πισι τοῦ Δη­μο­σίου χρέ­ους εἶ­ναι ὅλο καί πε­ρισ­σό­τερο ἐ­πώ­δυνα, ἀ­νε­λέ­ητα καί ἄ­δικα. γ) Κάθε φορά εὐ­αγ­γε­λί­ζον­ται, ὅτι εἶ­ναι τά τε­λευ­ταῖα, ἀλλά ἀπό ὅτι φαί­νε­ται τε­λει­ωμό δέν ἔ­χουν. δ) Ἐ­πι­κρα­τεῖ ἀ­νέ­χεια, φό­βος, πα­νι­κός, ἀ­πό­γνωσι, καί με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι πού δέν ἔ­χουν ἰ­σχυρή Πί­στι ὁ­δη­γοῦν­ται σέ ἀ­πο­νεν­νο­η­μέ­νες πρά­ξεις (αὐ­το­κτο­νίες). ε) Τό Κρά­τος μέ τίς πο­λι­τι­κές του κα­τέ­στη ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἐ­χθρός τοῦ λαοῦ. στ) Ὁ Δη­μό­σιος πλού­τος εἶ­ναι ὑ­πο­θη­κευ­μέ­νος. ζ) Ἐ­ρη­μώ­νει ἡ χώρα ἀπό φε­ρέλ­πι­δες νέ­ους ἐ­πι­στή­μο­νες καί η) Εἴ­μεθα ἀν­τι­κεί­μενο ἐμ­παι­γμοῦ καί χλευ­α­σμοῦ σέ παγ­κό­σμιο ἐ­πί­πεδο.
Τέ­λος ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­σις τοῦ προ­βλή­μα­τος ἀπό τά πο­λι­τικά κόμ­ματα δέν ἐμ­πνέει ἐμ­πι­στο­σύνη, δι­ότι ὑ­πάρ­χει ἀ­στά­θεια καί ἀ­σά­φεια στά λε­γό­μενα τους. Αὐτό ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀπό τίς κατά και­ρούς δη­λώ­σεις τῶν ἀρ­χόν­των μας γιά ἔ­ξοδο ἀπό τήν Κρίσι, κάτι πού ὅ­μως δέν φαί­νε­ται μέ­χρι στι­γμῆς. Ἀν­τί­θετα μά­λι­στα ὁ  Ἕλ­λη­νας αἰ­σθά­νε­ται ὅλο καί πε­ρισ­σό­τερο νά τόν σφίγγη ἡ θη­λειά, πού τοῦ ἔ­χουν πε­ρά­σει στό λαιμό του, σέ ση­μεῖο πού νά ἀ­κού­γε­ται πλέον ὁ ρόγ­χος του. Δυ­στυ­χῶς οἱ ἐ­πι­λο­γές τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς πο­λι­τείας ἀπό τήν ἐ­ποχή τῆς Βαυ­α­ρο­κρα­τίας καί ἐν­τεῦ­θεν, ἐ­κεῖ ὁ­δή­γη­σαν τά πρά­γματα, στό ἀ­δι­έ­ξοδο.
Κατά τήν τα­πεινή μας ἄ­ποψι τά αἴ­τια τῆς ση­με­ρι­νῆς κρί­σεως εἶ­ναι βα­θύ­τερα. Ἄν πε­ρι­σκο­πή­σουμε τήν ἱ­στο­ρία τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, θά ἀ­να­ρω­τη­θοῦμε. Τί κλη­ρο­νο­μή­σαμε ἀπό τόν Ἀ­δάμ; Θά ἀ­παν­τή­σουμε, τόν θά­νατο. Τί ση­μαί­νει ἡ πί­στις στόν Ἀ­δάμ-ἄν­θρωπο; Τί ἄλλο παρά  πο­λι­τι­σμός φθο­ρᾶς καί θα­νά­του. Αὐ­τός ὁ νο­σώ­δης πο­λι­τι­σμός ἔ­χει ὄ­νομα καί λέ­γε­ται Ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κός Οὐ­μα­νι­σμός. Δυ­στυ­χῶς ἡ νό­σος τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ, πού εἰ­σή­χθη στήν Ἑλ­λάδα ἀπό τήν Εὐ­ρώπη, στίς ἡ­μέ­ρες μας εὑ­ρί­σκε­ται σέ ἔ­ξαρσι. Αὐ­τήν πρέ­πει νά θε­ω­ρή­σουμε ὡς αἰ­τία τῶν δει­νῶν μας καί γιά αὐ­τήν θά ἤ­θελα νά ὁ­μι­λήσω ἐ­κτε­νέ­στερα. Ὅλα τά ὑ­πό­λοιπα -ὅσα προ­α­νέ­φερα- εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροια αὐ­τῆς τῆς νό­σου, ἀπό τήν ὁ­ποία εἴθε νά μᾶς ἀ­παλ­λάξη ὁ Θεός, ἀρ­κεῖ νά ἐ­πα­νεύ­ρουμε τήν Πί­στι μας στό Θε­άν­θρωπο Χρι­στό καί νά ζοῦμε μέ δι­αρκῆ με­τά­νοια.
Γέ­νε­σις τοῦ Οὐ­μα­νι­σμοῦ
Ἡ γέ­νε­σις τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ ἔ­γινε στόν ἱ­ε­ρώ­τερο τόπο, στόν Πα­ρά­δεισο. Πῶς ἔ­γινε; Ὁ μέν Θεός εἶπε στόν ἄν­θρωπο «ἀπό παν­τός ξύ­λου τοῦ ἐν τῶ πα­ρα­δείσω βρώ­σει φα­γεῖ, ἀπό δέ τοῦ ξύ­λου τοῦ γι­νώ­σκειν κα­λόν καί πο­νη­ρόν, οὐ φά­γε­σθε ἀπ’ αὐ­τοῦ· ἧ δ’ ἄν ἡ­μέρα φά­γητε ἀπ’ αὐ­τοῦ, θα­νάτω ἀ­πο­θα­νεῖ­σθε»[1]. Ὁ δέ δι­ά­βο­λος ἀν­τεῖπε τά ἐν­τε­λῶς ἀν­τί­θετα «οὐ θα­νάτω ἀ­πο­θα­νεῖ­σθε· ἤ­δει γάρ ὁ Θεός, ὅτι ἦ ἄν ἡ­μέρα φά­γητε ἀπ’ αὐ­τοῦ, δι­α­νοι­χθή­σον­ται ὑ­μῶν οἱ ὀ­φθαλ­μοί καί ἔ­σε­σθε ὡς θεοί, γι­νώ­σκον­τες κα­λόν καί πο­νη­ρόν»[2]. Δυ­στυ­χῶς οἱ προ­πά­το­ρές μας ἐ­πί­στευ­σαν στόν δι­ά­βολο καί ἀ­κο­λού­θησε ἡ πτῶ­σις, δι­ότι εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­ητο τό δη­μι­ούρ­γημα νά ἀλ­λάξη τήν τάξι του καί νά γίνη ἴ­σος μέ τόν Θεό, καί ἔτσι στόν ἴ­διο Ἅ­γιο Τόπο νά ὑ­πάρ­χουν δύο Θρό­νοι, δύο θεοί μέ δι­α­φο­ρε­τι­κές φύ­σεις.
Ἡ πρό­θε­σις λοι­πόν τοῦ ἀν­θρώ­που νά πα­ραγ­κω­νίση τόν Θεό καί στή θέσι του νά βάλη τόν ἑ­αυτό του καί νά ζῆ μέ κέν­τρο τόν ἑ­αυτό του λέ­γε­ται ἀν­θρω­πο­κεν­τρική ζωή δηλ. οὐ­μα­νι­σμός. Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος βάλη τόν Θε­άν­θρωπο Λόγο κέν­τρο τῆς ζωῆς του, τότε ἔ­χουμε Θε­αν­θρω­πο­κεν­τρική ζωή δηλ. Ὀρ­θο­δο­ξία. Γε­νικά θά μπο­ρού­σαμε νά εἰ­ποῦμε ὅτι: «Ὁ οὐ­μα­νι­στής ἄν­θρω­πος πι­στεύει ὅτι μό­νος του καί χω­ρίς τή χάρι καί κοι­νω­νία μέ τόν Θεό ἠμ­πο­ρεῖ νά ὁ­λο­κλη­ρωθῆ καί οἰ­κο­δο­μήση τόν πο­λι­τι­σμό καί τήν ἱ­στο­ρία»[3].
 Ἔτσι  μέ τήν πτῶσι του ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­φοῦ ἔ­γινε μα­θη­τής τοῦ δι­α­βό­λου, ἀ­πέ­κτησε καί ὅ­λες τίς κα­κίες του. Ἀ­κο­λου­θεῖ στό σύ­νολό της ἡ ἀν­θρω­πό­της, μέ μόνη ἐ­ξαί­ρεσι τούς ἀπ’ αἰ­ῶ­νος δι­καί­ους.
 Πλήρη ἀ­ναί­ρεσι τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ ἔ­χουμε στό πρό­σωπο τοῦ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖος μέ τήν Σάρ­κωσί Του καί τήν ἐπί γῆς Ζωή Του ἐ­θέ­ωσε τήν ἀν­θρώ­πινη φύσι στήν Ὑ­πό­στασί Του, μέ τήν Σταύ­ρωσί Του ἐ­νέ­κρωσε τό κρά­τος τοῦ δι­α­βό­λου, μέ τήν Ἀ­νά­στασί Του ἀ­πε­κα­τέ­στησε τόν πε­πτω­κότα ἄν­θρωπο καί μέ τήν Ἀ­νά­ληψι Του τόν ἐ­δι­καί­ωσε. Ἔτσι κα­τέ­στη ὁ νέος Ἀ­δάμ, δηλ. ὁ Χρι­στός, ὁ νέος γε­νάρ­χης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, τό ἐ­πί­κεν­τρο ὅ­λης τῆς κτί­σεως, ἀρ­ρα­γές καί ἀ­σά­λευτο θε­μέ­λιο τῆς Ἐκ­κλη­σίας Του. Κάθε ἄν­θρω­πος πού θά πι­στεύση στό Χρι­στό, θά τηρῆ τίς ἐν­το­λές του καί θά προ­σεύ­χε­ται νο­ερά, ἀ­νυ­ψώ­νε­ται στήν αἰ­ώ­νιο ζωή, γί­νε­ται Θεός κατά Χά­ριν.


Ἱ­στο­ρική ἐ­ξέ­λιξι τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ μετά τήν Σάρ­κωσι τοῦ Χρι­στοῦ.
Τούς τρεῖς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες οἱ Χρι­στι­α­νοί, μι­μού­με­νοι τόν Χρι­στό ἐ­πο­λε­μή­θη­σαν, ἐ­δι­ώ­χθη­σαν, καί ἀπό ἀ­γάπη πρός τόν πλη­σίον ἐ­μαρ­τύ­ρη­σαν, γιά νά γνω­ρί­σουν  « οἱ κα­θή­με­νοι ἐν σκό­τει καί σκιᾶ θα­νά­του λαοί »[4] τήν Ἀ­λή­θεια τοῦ Θεοῦ καί νά ξε­φύ­γουν ἀπό τήν πλάνη τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ, πού ἐ­γέν­νησε τήν εἰ­δω­λο­λα­τρία. Στήν συ­νέ­χεια ὁ οὐ­μα­νι­σμός, μετά τήν ἥττα του ἀπό τούς Μάρ­τυ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, ἄλ­λαξε δορά καί τήν ἐ­πο­λέ­μησε μέ τίς αἱ­ρέ­σεις. Οἱ Θε­ο­φό­ροι ὅ­μως Πα­τέ­ρες συ­νέ­τρι­ψαν τήν κε­φαλή του, γιά νά ἐμ­φα­νι­σθῆ τόν ΙΔ΄ αἰ­ώνα στήν τω­ρινή ἐ­ξε­λι­γμένη του μορφή, ὡς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κός οὐ­μα­νι­σμός. Ἐδῶ θά ἐ­πι­μεί­νουμε λίγο πε­ρισ­σό­τερο, γιά νά ἰ­δοῦμε τήν ἀ­νά­πτυξι, τήν ἐ­ξέ­λιξι  καί τίς ἐ­πι­πτώ­σεις του τόσο στήν Εὐ­ρώπη, ὅσο καί στόν Ἑλ­λα­δικό χῶρο.
Στήν Εὐ­ρω­πα­ϊκή Δύσι ἡ Ἐκ­κλη­σία ἀ­νέ­δειξε τόν Πάπα κε­φαλή της.  Ἔτσι ἀπό Θε­αν­θρω­πο­κεν­τρική ἔ­γινε ἀν­θρω­πο­κεν­τρική. Μία τέ­τοια ἀλ­λοί­ωσι ἑ­πό­μενο ἦ­ταν νά στρε­βλώση τήν ὀρθή Πί­στι καί τήν ζῶσα Πα­ρά­δοσι τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Κατά συ­νέ­πειαν ἡ Δυ­τική Ἐκ­κλη­σία με­τέ­πεσε στόν Πα­πι­σμό καί στήν συ­νέ­χεια ἐ­γέν­νησε τόν θρη­σκευ­τικό οὐ­μα­νι­σμό. Ἡ θε­ο­λο­γία της ἀπό βι­ω­μα­τική ἔ­γινε σχο­λα­στική, καί ἡ πνευ­μα­τική ζωή τῶν πι­στῶν της ἔ­λαβε χα­ρα­κτῆρα δι­κα­νικό. Ἔτσι ὁ Πα­πι­σμός ξα­να­έ­κλεισε τούς Οὐ­ρα­νούς καί σάν σύ­στημα  κο­σμικό δέν εἶχε ἀ­να­στο­λές νά ἐ­πι­βάλλη τίς ἀρ­χές του διά τοῦ ξί­φους. Δι­καίως ὁ Ἅ­γιος  Ἰ­ου­στῖ­νος ὁ Πό­πο­βιτς θά εἰπῆ, ὅτι ἡ ἀν­θρω­πό­της ἐ­γνώ­ρισε τρεῖς πτώ­σεις: « τοῦ Ἀ­δάμ, τοῦ Ἰ­ούδα καί τοῦ Πάπα»[5].
Σχε­δόν πα­ράλ­ληλα μέ τήν Δύσι στήν καθ’ ἡ­μᾶς Ἀ­να­τολή ἐ­νε­φα­νί­σθη μία κί­νη­σις ἀπό φι­λο­σο­φικο-θε­ο­λο­γι­κούς κύ­κλους (Ψελ­λός, Βαρ­λαάμ, Ἀ­κίν­δυ­νος, Γρη­γο­ρᾶς, Κυ­δώ­νης, Πλή­θων, Χρυ­σο­λω­ρᾶς, Βησ­σα­ρίων κ.λ.π.), ἡ ὁ­ποία ὑ­πο­στή­ριζε ὅτι «χω­ρίς τήν ἐ­ξω­τε­ρική σο­φία δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀ­παλ­λαγῆ κα­νείς τῆς ἀ­γνοίας καί τῶν ψευ­δῶν δο­ξα­σιῶν, ἀ­κόμη καί ἄν φθάση στήν κο­ρυφή τῆς ἀ­πα­θείας, οὔτε νά ἐγ­γίση τε­λει­ό­τητα καί ἁ­γι­ό­τητα, ἐάν δέν συγ­κεν­τρώση ἀπό παν­τοῦ τίς γνώ­σεις, καί μά­λι­στα ἀπό τήν ἀρ­χαία Ἑλ­λη­νική παι­δεία»[6]. Ἀ­κόμη ἔ­λε­γαν ὅτι «κα­κῶς πράτ­το­μεν πού σπεύ­δο­μεν νά πε­ρι­κλεί­σω­μεν μέσα στό σῶμα τόν νοῦν μας (μέ τήν προ­σευ­χήν), δι­ότι πρέ­πει μέ κάθε τρόπο νά τόν ἐ­ξω­θοῦμε ἔξω ἀπό τό σῶμα».[7] Καί τέ­λος ὑ­πο­στή­ρι­ζαν ὅτι τό ἄ­κτι­στο φῶς τῆς Θε­ό­τη­τος εἶ­ναι κτι­στό καί ὑ­πο­δε­έ­στερο ἀπό τόν φω­τι­σμό πού ἀ­πο­κτᾶ­ται μέ τήν γνῶσι τῆς ἔξω σο­φίας.   
 Σέ αὐ­τόν τόν ἀρ­χό­μενο Βυ­ζαν­τινό οὐ­μα­νι­σμό ἡ Ὀρ­θό­δοξη Ἐκ­κλη­σία ἀν­τι­πα­ρέ­θεσε τήν ἐμ­πει­ρική Θε­ο­φώ­τι­στη Θε­ο­λο­γία τοῦ Ἁ­γίου Γρη­γο­ρίου τοῦ Πα­λαμᾶ. Ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φερ­θοῦμε σέ αὐ­τήν μέ δύο λό­για, δι­ότι αὐτή δι­α­σφα­λί­ζει τήν ἐν Ἁ­γίω Πνεύ­ματι ὀρθή ἐν Χρι­στῶ ζωή μας καί εἶ­ναι τό ἀ­νά­χωμα σέ κάθε μορ­φῆς οὐ­μα­νι­σμό.
Κομ­βικό ση­μεῖο τόσο γιά τήν Ὀρ­θό­δοξη Ἐκ­κλη­σία ὅσο καί γιά τόν οὐ­μα­νι­σμό εἶ­ναι τό θέμα τῆς γνω­σι­ο­λο­γίας. Ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς το­νί­ζει ὅτι ἔ­χουμε δύο μορ­φές γνώ­σεων· ἡ μία λέ­γε­ται φυ­σική γνῶ­σις καί τήν ἔ­χουν ὅ­λοι οἱ λο­γι­κοί ἄν­θρω­ποι καί ἡ ἄλλη λέ­γε­ται πνευ­μα­τική καί τήν ἔ­χουν μόνο ὅ­σοι πι­στεύ­ουν στό Χρι­στό καί ἔ­χουν κα­θαρή ζωή . Ἡ ὁ­ρι­ο­θε­τική γραμμή πού ξε­χω­ρί­ζει τήν μία ἀπό τήν ἄλλη εἶ­ναι ἡ Πί­στις. Ἡ φυ­σική γνῶ­σις ἔ­χει τήν ἰ­δι­ό­τητα νά ἐ­ρευνᾶ τήν κτίσι καί νά μα­θαίνη τήν λει­τουρ­γία της. Ἡ ἐ­να­σχό­λη­σίς μας μέ τήν ἔ­ρευνα τῆς κτί­σεως καί οἱ γνώ­σεις πού ἀ­πο­κτοῦμε γιά αὐ­τήν δέν εἶ­ναι κα­κές. Κακό εἶ­ναι νά τήν θε­ωρῆ ὡς τό σπου­δαι­ό­τερο πρᾶ­γμα στή ζωή του καί νά ἀ­δι­α­φο­ρήση γιά τήν ἀ­πό­κτησι τῆς ἄλ­λης γνώ­σεως, τῆς πνευ­μα­τι­κῆς, πού ὁ­δη­γεῖ στή Θε­ο­γνω­σία.
Ἡ φυ­σική γνῶ­σις ἔ­χει τό ἰ­δί­ωμα νά δι­α­κρίνη τό καλό ἀπό τό κακό, ὅ­μως  δέν ἔ­χει ἀπό τήν φύσι της τό καλό, ἀλλά ἀ­νά­λογα μέ τήν προ­αί­ρεσι ἐ­κεί­νου πού τήν χρη­σι­μο­ποιεῖ συμ­με­τα­βάλ­λε­ται πότε πρός τό καλό καί πότε πρός τό κακό. Ἔτσι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος κι­νῆ­ται πρός τίς ἐ­πι­θυ­μίες τῆς σαρ­κός καί ἐ­πι­δι­ώ­κει τήν ἀ­πό­κτησι πλού­του, δό­ξας, ἡ­δο­νῶν, τήν λο­γική (ἀν­θρώ­πινη) σο­φία ἡ ὁ­ποία ἐ­φευ­ρί­σκει τίς τέ­χνες καί τίς ἐ­πι­στῆ­μες κ.λ.π., τότε ἀ­πο­κτᾶ γνώ­σεις, πού τοῦ δί­νουν τήν ἐν­τύ­πωσι ὅτι δέν ἔ­χει ἀ­νάγκη τῆς Θείας Προ­νοίας. Ὅ­μως ἡ γνῶ­σις αὐτή πε­ρι­έ­χει μέσα της τήν οἴ­ησι «ὅτι ἑ­αυτῆ ἀ­να­τί­θησι πᾶν πρᾶ­γμα κα­λόν, καί οὐκ ἐπί τόν Θεόν ἀ­να­φέ­ρει»[8]. Ὅ­ποιος κα­τέ­χει αὐ­τήν τήν γνῶσι μι­κρο­ψυ­χεῖ, φο­βᾶ­ται τόν θά­νατο, δέν ἀν­τέ­χει νά τόν ἀμ­φι­σβη­τοῦν, κι­νεῖ­ται μέ πο­νη­ρούς τρό­πους, εἶ­ναι αὐ­στη­ρός πρός τόν ἐ­χθρό του, ἀν­τί­θε­τος πρός τόν Θεό κ.λ.π. Γε­νικά ἡ γνῶ­σις αὐτή ὀ­νο­μά­ζε­ται σω­μα­τική καί εἶ­ναι ἀν­τί­θετη πρός τήν Πί­στι. Ὅ­ποιος τήν κα­τέ­χει εἶ­ναι εὐ­κο­λώ­τερο νά λυθῆ ἀπό σι­δε­ρέ­νια δε­σμά παρά ἀπό αὐ­τήν. Κατά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖνο τόν Πό­πο­βιτς «εἰς (αὐ­τήν) τήν πρώ­την τά­ξιν τῆς γνώ­σεως, εὑ­ρί­σκε­ται σχε­δόν ὅλη ἡ εὐ­ρω­πα­ϊκή φι­λο­σο­φία»[9]. Σέ αὐ­τήν τήν τάξι εὑ­ρί­σκε­ται ἡ ψυχή τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ, πού τό τέ­λος της, ἡ κα­τά­λη­ξίς της εἶ­ναι ἡ αὐ­το­θέ­ω­σις, ὁ δαι­μο­νι­σμός.
Ὅ­ταν ἡ φυ­σική γνῶ­σις τοῦ ἀν­θρώ­που κι­νῆ­ται πρός τό καλό, τότε ἀρ­χί­ζει νά ἐρ­γά­ζε­ται μέ τό σῶμα καί τήν ψυχή τίς ἀ­ρε­τές (νη­στεία, προ­σευχή, ἐ­λε­η­μο­σύνη κ.ο.κ). Τότε ἀ­πο­κτᾶ γνώ­σεις πού τόν ὁ­δη­γοῦν στήν Πί­στι, συ­νερ­γού­σης καί τῆς Θείας Χά­ρι­τος. Καί αὐ­τές ὅ­μως οἱ γνώ­σεις εἶ­ναι ἀ­δύ­να­μες καί λέ­γον­ται ψυ­χι­κές γνώ­σεις.
Ἕως ἐδῶ ἀ­να­φερ­θή­καμε στήν φυ­σική γνῶσι καί στίς δύο βα­θμί­δες της. Γιά νά ἀ­νυ­ψω­θοῦμε στήν τρίτη βα­θμίδα, τήν πνευ­μα­τική, πρέ­πει πρῶτα νά ἑ­δραι­ω­θοῦμε στήν Πί­στι, ἀ­φοῦ πε­ρά­σουμε ἀπό τήν δεύ­τερη βα­θμίδα. Καί ὅ­ταν λέμε Πί­στι ἐν­νο­οῦμε: α) τήν ὑ­πέρ­βασι τῶν γνώ­σεων πού ἀ­πο­κο­μί­ζουμε ἀπό τήν λο­γική καί τήν εἴ­σοδό μας στό χῶρο τοῦ θαύ­μα­τος. β) τήν μέ­χρι θυ­σίας θα­νά­του ἀ­γάπη μας  πρός τόν πλη­σίον γ) τήν ὑ­πέρ­βασι κάθε μορ­φῆς φό­βου καί δει­λίας καί αὐ­τοῦ ἀ­κόμη τοῦ θα­νά­του, δ) τήν ἀ­δί­στα­κτη βε­βαι­ό­τητα ὅτι ὅσα ἐ­παγ­γέλ­λε­ται ὁ Θεός εἶ­ναι ἀ­λη­θινά ε) τήν τε­λεία πα­ρά­δοσί μας στό θέ­λημα τοῦ Θεοῦ καί στ) τήν οἰ­κει­ο­θελῆ ἀ­πόρ­ριψι κάθε μορ­φῆς οἰ­ή­σεως γιά τά ἔργα μας. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅτι ὅλα αὐτά ἐ­νι­σχύ­ον­ται καί πρα­γμα­τώ­νον­ται χά­ρις στήν αἰ­σθητή πα­ρου­σία τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Πα­ράλ­ληλα μέ τήν Πί­στι χρει­ά­ζον­ται καί τά ἔργα τῆς Πί­στεως (ἀ­ρε­τές), καί τό ἔργο τῆς Νο­ε­ρᾶς Προ­σευ­χῆς. Δη­λαδή ἡ «συ­νέ­λι­ξις» (μά­ζεμα) τοῦ νοῦ ἀπό τόν δι­α­σκορ­πι­σμό του πρός τά ἔξω καί ἡ εἴ­σο­δός του στήν καρ­δία μας μέ­χρι νά φθά­σουμε στήν κα­θαρή προ­σευχή καί τήν κα­θα­ρό­τητα τῆς καρ­δίας. Στήν συ­νέ­χεια ἡ Πί­στις γεννᾶ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁ­ποῖος μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν κα­τά­νυξι, καί ἡ ὁ­ποία εἶ­ναι ἡ ἀ­παρχή τῆς ἐν­θέρ­μου κοι­νω­νίας μας μέ τόν Χρι­στό. Καρ­πός αὐ­τοῦ τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος εἶ­ναι ἡ γνῶ­σις τῶν μυ­στη­ρίων τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεῖος φω­τι­σμός. Ἡ γνῶ­σις πού προ­έρ­χε­ται ἀπό αὐ­τόν τόν ἀ­γῶνα δέν ἔ­χει τί­ποτε τό γή­ϊνο ἐ­πάνω της. Τό τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ δρό­μου εἶ­ναι ἡ ἁρ­παγή στήν Θε­ω­ρία τοῦ Ἀ­κτί­στου Φω­τός, Θέ­ω­σις. Ἐδῶ πλέον ὁ κό­σμος λη­σμο­νεῖ­ται. Σέ αὐτό τό ὕ­ψος ἀ­νε­βά­ζει ὁ Χρι­στός τόν ἄν­θρωπο. Καμ­μία θρη­σκεία, καμ­μία φι­λο­σο­φία, καμ­μία ἑ­τε­ρό­δοξη Ἐκ­κλη­σία δέν δι­και­ώ­νει τόν ἄν­θρωπο τόσο πολύ ὅσο ἡ Ὀρ­θό­δοξη Ἐκ­κλη­σία μας, ἀλλά καί καμ­μία πί­στις δέν πο­λε­μή­θηκε τόσο πολύ ἀπό τίς οὐ­μα­νι­στι­κές πλά­νες ὅσο αὐτή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σίας μας, ἐ­πειδή ἀ­κρι­βῶς Αὐτή κα­τέ­χει τήν Ἀ­λή­θεια.
Μέ τέ­τοια Θε­ο­λο­γική θε­με­λί­ωσι ἀπό τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο ἦ­ταν ἀ­δύ­νατο νά εὕρη πρό­σφορο ἔ­δα­φος ὁ οὐ­μα­νι­σμός στήν καθ’ ἡ­μᾶς Ἀ­να­τολή. Ἔτσι μετά τήν κα­τά­λυσι τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς Αὐ­το­κρα­το­ρίας τά ὑ­πο­λείμ­ματα τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ κα­τέ­φυ­γαν στή Δύσι, ὅ­που βρῆ­καν πρό­σφορο ἔ­δα­φος νά ἀ­να­πτυ­χθοῦν, γι­ατί ἐ­κεῖ δυ­στυ­χῶς δέν ὑ­πῆρχε ζῶσα  Ἐκ­κλη­σία ἤ μᾶλ­λον ἡ «Ἐκ­κλη­σία» ἦ­ταν ἤδη οὐ­μα­νι­στική. Εἶ­ναι ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς λε­γο­μέ­νης Ἀ­να­γεν­νή­σεως. Βα­σική το­πο­θέ­τη­σις τῶν ἀν­θρω­πι­στῶν τῆς ἀ­να­γεν­νη­σι­α­κῆς πε­ρι­ό­δου εἶ­ναι «ὅτι ἡ πί­στι στόν ἄν­θρωπο δέν ἀ­πο­κλείει ὁ­ποι­α­δή­ποτε ἄλλη πί­στι, καί μά­λι­στα τήν πί­στι στόν Θεό, χω­ρίς τήν ὁ­ποία εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­ητη ἡ πί­στι στόν ἄν­θρωπο».[10] Μέ ἄλλα λό­για μεῖ­ξις ἄ­μι­κτος. Φα­νερή ἡ προ­σπά­θεια τοῦ δι­α­βό­λου νά μή ἐγ­κα­θι­δρύση ἀπό τήν ἀρχή τόν ἄν­θρωπο στό κέν­τρο τῶν πάν­των, ἀλλά νά ρίξη τό δη­λη­τή­ριο του σιγά – σιγά, γιά νά μήν ἀν­τι­δράση ἀ­πό­τομα ὁ ἄν­θρω­πος. Ἔτσι στήν πε­ρί­οδο τῆς Ἀ­να­γεν­νή­σεως το­πο­θε­τεῖ τόν Θεό καί τόν ἀν­θρωπο σέ ἴση μοῖρα, δηλ. νά εἶ­ναι καί οἱ δύο στό κέν­τρο ( ἡ ἰ­σο­θεΐα πού φαν­τά­στη­καν οἱ πρω­τό­πλα­στοι).
Μετά τήν Ἀ­να­γέν­νησι ἔ­χουμε τήν πε­ρί­οδο τῆς Με­ταρ­ρυ­θμί­σεως κατά τήν ὁ­ποία ἡ Πα­πική Ἐκ­κλη­σία δι­α­σπᾶ­ται καί σχη­μα­τί­ζε­ται ἡ Ἐκ­κλη­σία τῶν Δι­α­μαρ­τυ­ρο­μέ­νων. Κατ΄ οὐ­σίαν ἔ­χουμε τήν ἄλλη ὄψι τοῦ ἰ­δίου νο­μί­σμα­τος, θε­με­λι­ω­μένη καί αὐτή στόν οὐ­μα­νι­σμό. Ἡ δι­α­φορά εἶ­ναι ὅτι ὁ Πα­πι­σμός ἔ­χει κέν­τρο καί κε­φαλή τῆς Ἐκ­κλη­σίας του τόν Πάπα, οἱ δέ Προ­τε­στάν­τες φρο­νοῦν ὅτι ὁ κάθε πι­στός εἶ­ναι κέν­τρο καί κε­φαλή τῆς Ἐκ­κλη­σίας.
Ἀπό τήν ἐκ­κο­σμί­κευσι τοῦ Πα­πι­σμοῦ καί τοῦ Προ­τε­σταν­τι­σμοῦ κα­τέρ­ρευσε καί ἡ λίγη ἐμ­πι­στο­σύνη πού εἶχε ὁ λαός σέ αὐ­τές τίς δύο Ἐκ­κλη­σίες καί ὁ οὐ­μα­νι­σμός με­τε­ξε­λί­χθη στόν ἄ­θεο οὐ­μα­νι­σμό τοῦ Γαλ­λι­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ. Ἐδῶ πλέον ἐ­ξο­ρί­ζε­ται τε­λείως ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός ἀπό τήν Ἱ­στο­ρία τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος καί ἐν­θρο­νί­ζε­ται πα­νη­γυ­ρικά στή θέσι του ὁ ἄν­θρω­πος. Λέ­γει ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος ὁ Πό­πο­βιτς «Ὁ Εὐ­ρω­παῖος ἄν­θρω­πος ἀ­νε­κή­ρυξε τόν ἑ­αυτό του θεό»[11], ἀ­φοῦ πρῶτα ἀ­πε­φάνθη ὅτι ὁ Θεός ἀ­πέ­θανε. «Εἰς δέ τήν ζωήν του ἐ­πε­κρά­τη­σεν ἡ ἀρχή: homo homini lupus (ὁ ἀν­θρω­πος διά τόν ἄν­θρωπο λύ­κος)». Τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα: ἡ Εὐ­ρώπη με­τε­βλήθη σέ κου­φάρι. Ἔ­λεγε ὁ Ντο­στο­γι­έφ­σκι «Θέλω νά πάω στήν Εὐ­ρώπη καί γνω­ρίζω ὅτι με­τα­βαίνω σέ νε­κρο­τα­φεῖο»[12].
Βα­ρύς ὁ λό­γος τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι, ἀλλά μία ἐπί τρο­χά­δην ἱ­στο­ρική ἀ­να­σκό­πη­σις τῆς Εὐ­ρώ­πης θά μᾶς πείση ὅτι δέν ἔ­χει ἄ­δικο. Σταυ­ρο­φο­ρίες, Ἱ­ερά Ἐ­ξέ­τα­σις, Νύ­κτα τοῦ Ἁ­γίου Βαρ­θο­λο­μαίου, Τρι­α­κον­τα­ε­τής πό­λε­μος, πο­λι­τικά συ­στή­ματα: φε­ου­δαρ­χικό, Κα­πι­τα­λι­στικό, Σο­σι­α­λι­στικό, Κομ­μου­νι­στικό, Ἀ­ποι­κι­ο­κρα­τική βαρ­βα­ρό­της, Γαλ­λική Ἐ­πα­νά­στα­σις, Να­πο­λε­όν­τιοι πό­λε­μοι, Α΄ καί Β΄ Παγ­κό­σμιος Πό­λε­μος, Σφα­γές 800.000 Σέρ­βων κατά τόν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λεμο, τά νε­κρο­τα­φεῖα τοῦ Ντα­χάου καί τοῦ Ἄ­ου­σβιτς, Ἀ­το­μική βόμβα,  ἀ­πάν­θρω­πος στά­σις τους στήν οἰ­κο­νο­μική μας κρίσι καί ἄλλα πολλά ὧν οὐκ ἔ­στιν ἀ­ρι­θμός. Ὅλα αὐτά δέν μαρ­τυ­ροῦν, ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι πού τά ἐ­προ­κά­λε­σαν, δέν ἔ­χουν τί­ποτα τό ἱ­ερό καί ὅ­σιο μέσα τους; Δυ­στυ­χῶς αὐτά εἶ­ναι τά ἔργα καί οἱ  ἡ­μέ­ρες τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ. 
Χω­ρίς νά εἴ­μεθα Προ­φῆ­τες, ἀλλά με­λε­τῶν­τες τούς Προ­φῆ­τες κα­τα­λή­γουμε ὅτι τό ἑ­πό­μενο στά­διο τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ - ὁ ἔ­σχα­τος οὐ­μα­νι­σμός - εἶ­ναι νά ἀ­πο­κτήση τόν ἡ­γέτη της, καί αὐ­τός δέν θά εἶ­ναι ἄλ­λος ἀπό τόν Ἀν­τί­χρι­στο.

Ἔ­λευ­σις τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ στόν Ἑλ­λα­δικό χῶρο
 Ὁ οὐ­μα­νι­σμός στήν Ἑλ­λάδα μᾶς ἦρθε μέ τήν Ἐ­πα­νά­στσι τοῦ 1821. Μέ­χρι τότε, ὅ­πως ἔ­λεγε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός, εἴ­χαμε τόν σκύλο πού μᾶς ἐ­φύ­λαγε, δη­λαδή τόν Ὀ­θω­μανό. Ὁ τρό­πος πού ἔ­γινε ἡ Ἐ­πα­νά­στα­σις καί ἡ ἐ­ξέ­λι­ξις πού εἶχε, ἐν τέ­λει τό μόνο πού κα­τά­φερε ἦ­ταν νά φύγη ὁ σκύ­λος καί νά ἔρθη ὁ λύ­κος. Φαι­νο­με­νικά ἐ­γί­ναμε ἐ­λεύ­θε­ροι, κατ’ οὐ­σίαν ὅ­μως εἴ­χαμε τίς Με­γά­λες Δυ­νά­μεις ἐ­πάνω ἀπό τό κε­φάλι μας, οἱ ὁ­ποῖες ἀπό τότε μᾶς δι­α­φεν­τεύ­ουν. Ἔτσι λοι­πόν μᾶς ἔ­φε­ραν, κοντά σέ ὅλα τά ἄλλα, καί τόν νε­κρό πο­λι­τι­σμό τους. Καί ἐν­νο­εῖ­ται ἐμ­προ­σθο­φυ­λακή ἦ­ταν οἱ ἡ­μέ­τε­ροι σπου­δα­γμέ­νοι στήν Ἑ­σπε­ρία, οἱ Μισ­σι­ο­νά­ριοι καί οἱ ξέ­νοι βα­σι­λεῖς. Ἡ μόνη ἀ­ξι­ό­λογη, ἀ­ξι­έ­παινη καί ἐ­νά­ρετη πα­ρου­σία ἦ­ταν τοῦ Ἰ­ω­άν­νου Κα­πο­δί­στρια, ὁ ὁ­ποῖος, φο­βοῦμε, ἦ­ταν καί τό πρῶτο με­γάλο θύμα – μέ Ἑλ­λη­νικά χέ­ρια - τοῦ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ.


 Ἡ κατά τῆς Ἐκ­κλη­σίας δρᾶ­σις τοῦ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ
 Ὁ Ἑλ­λα­δι­κός χῶ­ρος μέ­χρι τήν Βαυ­α­ρο­κρα­τία, ἐ­κτός ἐ­λα­χί­στων ἐ­ξαι­ρέ­σεων, ἦ­ταν ἁ­γνός καί κα­θα­ρός ἀπό τόν οὐ­μα­νι­σμό. Γι’ αὐτό καί ἔ­σφιζε ἀπό ζωή. Τά ξένα ἀ­φεν­τικά μας εἴτε από ἄ­γνοια, ἐ­πειδή μᾶς ταύ­τι­ζαν μέ τούς Πα­πι­κούς ἤ Προ­τε­στάν­τες, εἴτε ἐ­σκεμ­μένα, γι­ατί ἦ­σαν οὐ­μα­νι­στές, ἤ­θε­λαν τήν συν­τριβή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σίας. Ἔτσι ἐ­πε­δό­θη­σαν σέ μα­κρο­χρό­νια προ­σπά­θεια ἀ­φα­νι­σμοῦ της. Οἱ πρῶ­τες ἀ­πο­φά­σεις τῶν Βαυ­α­ρῶν ἦ­ταν νά κλεί­σουν τά Μο­να­στή­ρια καί νά ἀ­πο­κό­ψουν τήν Ἑλ­λα­δική Ἐκ­κλη­σία ἀπό τό Πα­τρι­αρ­χεῖο. Ἰ­δού πῶς πε­ρι­γρά­φει ὁ στρα­τη­γός Μα­κρυ­γι­άν­νης τήν ἀ­πό­φασί τους νά κλεί­σουν τά Μο­να­στή­ρια: «Δι­ά­λυ­σαν τά μο­να­στή­ρια, συμ­φώ­νη­σαν μέ τούς Μπαυ­α­ρέ­ζους καί πού­λα­γαν τά δι­σκο­πό­τηρα κι’ ὅλα τά γερά εἰς τό πα­ζάρι, καί τά ζων­τανά γιά δί­χως τί­ποτα.... Καί οἱ Μπαυ­α­ρέ­ζοι παν­τή­χαι­ναν ὅτ’ (οἱ κα­λό­γε­ροί μας) εἶ­ναι οἱ Κα­πουτ­ζῖ­νοι τῆς Εὐ­ρώ­πης, δέν ἤ­ξε­ραν ὅτ’ εἶ­ναι σε­μνοί κι’ ἀ­γα­θοί ἄν­θρω­ποι καί μέ τά ἔργα τῶν χε­ριῶν τους ἀ­πόχ­τη­σαν αὐτά, ἀ­γω­νί­ζον­τας καί δου­λεύ­ον­τας τό­σους αἰ­ῶ­νες, καί ζοῦ­σαν μαζί τους τό­σοι φτω­χοί κι’ ἔ­τρω­γαν ψωμί. Καί οἱ ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νοι τῆς πα­τρί­δας πο­λι­τι­κοί μας καί οἱ δι­α­φταρ­μέ­νοι ἀρ­χι­γε­ρεῖς κι’ ὁ τουρ­κο­πι­α­σμέ­νος Κων­σταν­τι­νο­πο­λά­της Κω­στά­κης Σκι­νᾶς συ­νε­φώ­νη­σαν μέ τούς Μπαυ­α­ρέ­ζους καί χά­λα­σαν καί ρή­μα­ξαν ὅ­λους τούς να­ούς τῶν μο­να­στη­ριῶν»[13].
Δέν εἶ­ναι μι­κρό­τε­ρης ση­μα­σίας ἡ προ­σπά­θεια χα­λι­να­γω­γή­σεως τῆς Ἐκ­κλη­σίας μέ τό σύ­στημα τῆς «Νόμω κρα­τού­σης Πο­λι­τείας» καί τήν πα­ρου­σία Βα­σι­λι­κοῦ Ἐ­πι­τρό­που στά συ­νο­δικά ὄρ­γανα τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Αὐτό λέ­γε­ται Και­σα­ρο­πα­πι­σμός. Δει­γμα­το­λη­πτικά ἐ­πί­σης ἀ­να­φέρω τήν ἀ­πο­μά­κρυνσι τῆς Ἐκ­κλη­σίας ἀπό τόν χῶρο τῆς Παι­δείας, τήν προ­σπά­θεια κα­ταρ­γή­σεως τοῦ Μα­θή­μα­τος τῶν Θρη­σκευ­τι­κῶν, τήν κα­θι­έ­ρωσι τοῦ πο­λι­τι­κοῦ γά­μου, τήν κα­τα­λή­στευσι τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πε­ρι­ου­σίας, τήν συ­νεχῆ κα­τα­συ­κο­φάν­τησι ὅτι ἔ­χει πε­ρι­ου­σία. Καί ἀ­φοῦ δέν ἔ­χουν νά εἴ­πουν τί­ποτα ἄλλο, στό τέ­λος συμ­πε­ραί­νουν ὅτι γιά ὅλα φταίει ἡ Ἐκ­κλη­σία. O TEMPORA, O MORES.


Ἡ κατά τοῦ  Ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου Πο­λι­τι­σμοῦ δρᾶ­σις τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ
 Ἡ Ὀρ­θό­δοξη Ἐκ­κλη­σία ἔ­χει πα­ρου­σία στόν Ἑλ­λη­νικό χῶρο πε­ρί­που 20 αἰ­ῶ­νες. Ἑ­πό­μενο ἦ­ταν νά ἔχη δη­μι­ουρ­γή­σει ἕνα Πο­λι­τι­σμό, πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος Πα­ρά­δο­σις. Ἡ Πα­ρά­δο­σις αὐτή εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμένη μέ τήν Ὀρ­θό­δοξη Ἐκ­κλη­σία.  Ἄν ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ἡ οὐ­σία τῆς ἐν Χρι­στῶ Ζωῆς, οἱ ἐ­νέρ­γειες αὐ­τῆς τῆς Ζωῆς εἶ­ναι ἡ Ἑλ­λη­νορ­θό­δο­ξος Πα­ρά­δο­σις. Ἔτσι ἡ Ἀρ­χι­τε­κτο­νική, ἡ Μου­σική, ἡ Ζω­γρα­φική, ἡ Παι­δεία, τά ἤθη καί τά ἔ­θιμα τοῦ λαοῦ εἶ­ναι ἐμ­πο­τι­σμένα μέ τόν Χρι­στό. Καί ἄν ὁ οὐ­μα­νι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά δι­α­λύση τήν Ἐκ­κλη­σία, πρᾶ­γμα ἀ­δύ­να­τον, τήν Ἑλ­λη­νορ­θό­δοξη Πα­ρά­δοσι μπο­ρεῖ νά τήν φθείρη, μέ τήν βο­ή­θεια τῶν ὀρ­γά­νων του, πού ἔ­χουν κο­σμική ἐ­ξου­σία.
Γιά τόν οὐ­μα­νι­σμό ὅ,τι ἔ­χει σχέσι μέ τόν Χρι­στό, τόν προ­κα­λεῖ, δέν τό ἀν­τέ­χει, δέν τό ἀ­νέ­χε­ται, θέ­λει νά τό κα­τα­στρέψη. Ἔτσι βάλ­θηκε νά δι­α­λύση καί τήν Ἑλ­λη­νορ­θό­δοξη Πα­ρά­δοσι. Μετά πό­νου κα­τα­γρά­φουμε τούς ἄ­θλι­ους ἄ­θλους τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ στίς ἡ­μέ­ρες μας: Αὐ­τό­ματο δι­α­ζύ­γιο, ἀ­πο­ποι­νι­κο­ποί­η­σις τῆς μοι­χείας καί τῶν ἐ­κτρώ­σεων, νά βγοῦν οἱ εἰ­κό­νες ἀπό τίς τά­ξεις, νά μήν ἔχη σταυρό ὁ ἱ­στός τῆς ση­μαίας, νά κα­ταρ­γη­θοῦν οἱ προ­σευ­χές καί οἱ πα­ρε­λά­σεις, νά ἀλ­λά­ξουν τά Ἀ­να­γνω­στικά καί τά βι­βλία τῆς Ἱ­στο­ρίας, νά κα­ταρ­γηθῆ ὁ ὅρ­κος στό Κοι­νο­βού­λιο, νά κα­ταρ­γηθῆ τό θρή­σκευμα στίς ταυ­τό­τη­τες, νά ἰ­σχύση τό Σύμ­φωνο Ἐ­λεύ­θε­ρης Συμ­βί­ω­σις, νά χω­ρίση ἡ Ἐκ­κλη­σία ἀπό τό Κρά­τος, νά ἀ­πο­τε­φρώ­νων­ται οἱ νε­κροί μας, νά ἐ­πι­τραπῆ ἡ εὐ­θα­να­σία, νά κα­ταρ­γηθῆ ἡ Κυ­ρι­ακή ἀρ­γία, νά ἐγ­κριθῆ πρό­γραμμα ἰσ­λα­μι­κῶν σπου­δῶν στή Θε­ο­λο­γική Σχολή, νά νο­μι­μο­ποι­ηθῆ ἡ ὁ­μο­φυ­λο­φι­λία, νά ποι­νι­κο­ποι­ηθῆ ἡ θέ­σις τῆς Ἐκ­κλη­σίας μέ τόν ἀν­τι­ρατ­σι­στικό νόμο, καί ἕνα σωρό ἄλ­λες πρά­ξεις πού μαρ­τυ­ροῦν τό μέ­νος τῶν οὐ­μα­νι­στῶν κατά τῆς Ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σεως.


Ὁ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κος οὐ­μα­νι­στι­κός πο­λι­τι­σμός στήν Ἑλ­λάδα
Εἴ­παμε ὅτι ὁ οὐ­μα­νι­σμός προ­σπα­θεῖ νά κα­τα­στρέψη τήν Ἑλ­λη­νορ­θό­δοξη Πα­ρά­δοσι. Τό­σους ὅ­μως αἰ­ῶ­νες πα­ρου­σίας του ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει καί ὁ ἴ­διος πλη­θώρα πο­λι­τι­σμῶν, τούς ὁ­ποί­ους εὐ­καί­ρως ἀ­καί­ρως προ­ω­θεῖ παν­τοῦ καί πάν­τοτε. Ὁ εὐ­ρω­πα­ϊ­κός οὐ­μα­νι­σμός στήν ἐ­ποχή μας σέ γε­νι­κές γραμ­μές  ἔ­χει κα­τα­λή­ξει: ὅτι ὁ Θεός πέ­θανε, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι σάρκα καί ὁ θά­να­τος ἀ­ναγ­καῖος. Ἑ­πο­μέ­νως ἰ­σο­πέ­δωσε κάθε ἔν­νοια ἠ­θι­κῆς καί ἐ­φαρ­μό­ζει τήν ἀρχή: ὅλα ἐ­πι­τρέ­πον­ται.
Ἔτσι στό πε­δίο τῆς ἠ­θι­κῆς ἐ­πι­τρέ­πον­ται κάθε εἴ­δους δι­α­στρο­φές, ἐ­πειδή δέν ὑ­πάρ­χει ἁ­μαρ­τία. Στήν πο­λι­τική ἐ­πι­τρέ­πον­ται οἱ σφα­γές, οἱ πό­λε­μοι, οἱ ἀ­δι­κίες, ἀ­φοῦ ὁ πλη­σίον μου εἶ­ναι ὁ ἐ­χθρός μου. Στήν πο­λι­τική οἰ­κο­νο­μία μπορῶ νά αὐ­θαι­ρετῶ, νά κλέβω, νά ἐ­ξα­πατῶ, γι­ατί προ­η­γεῖ­ται τό συμ­φέ­ρον μου. Τό πε­ρι­βάλ­λον μπορῶ νά τό κα­τα­στρέφω, γι­ατί προ­έ­χει ὁ εὐ­δαι­μο­νι­σμός μου. Ὁ ἄρ­ρω­στος ψυ­χικά μοῦ εἶ­ναι ἐ­νο­χλη­τι­κός, καί μπορῶ νά τόν φυ­λα­κίσω στό ψυ­χι­α­τρεῖο.
Δέν στα­μα­τοῦν ὡς ἐδῶ. Ἔ­χουν σχε­δι­ά­σει ἤδη τό ἑ­πό­μενο στά­διο. Σέ αὐτό δί­νουν ἔμ­φασι  στήν παι­δεία, γιά τήν ὁ­ποία «ἡ ἀν­θρω­πι­στική μόρ­φωσι δέν εἶ­ναι ὁ ἐ­ξο­πλι­σμός τοῦ νέου μέ εἰ­δι­κές γνώ­σεις πού τόν βο­η­θοῦν στήν ἐ­ξά­σκησι ὁ­ρι­σμέ­νου ἐ­παγ­γέλ­μα­τος, ἀλλά ἡ δι­ά­πλασι τοῦ νέου ἀν­θρώ­που σέ  Ἄν­θρωπο, ἡ βελ­τί­ωσι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης οὐ­σίας»[14]. Δη­λαδή θέ­λουν μέ τήν παι­δεία νά δι­α­πλά­σουν τόν ἄν­θρωπο κατά τέ­τοιο τρόπο, ὥ­στε νά γίνη θεός; Ἀλλά τί θεός θά εἶ­ναι αὐ­τός ὁ ἄν­θρω­πος; Πῶς θά ἀλ­λά­ξουν τήν φύσι του; Αὐτό μόνο οἱ οὐ­μα­νι­στές τό γνω­ρί­ζουν. Ἐ­μεῖς τούς δι­α­βε­βαι­ώ­νουμε, ὅτι ὁ θεός αὐ­τός δέν θά εἶ­ναι θεός.
Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ πο­λι­τι­σμός τους καί ὁ νέος ἄν­θρω­πος πού θέ­λουν νά μορ­φώ­σουν καί νά οἰ­κο­δο­μή­σουν. Ὅλα ἀν­τί­θετα ἀπ’ ὅ,τι δι­δά­σκει ἡ Ἐκ­κλη­σία. Καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα αὐ­τοῦ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, τόσο στό σῶμα ὅσο καί στήν ψυχή, εἶ­ναι ἡ ἀ­δι­κία, τό μῖ­σος, ὁ φό­νος ἡ φθορά, ἡ σα­πίλα, ὁ θά­να­τος, ὁ δαι­μο­νι­σμός. Ἔτσι γεν­νή­θη­καν: ἡ οἰ­κο­νο­μική κρί­σις στόν τόπο μας, ἡ ἠ­θική κρί­σις, ἡ πο­λι­τική κρί­σις, ἡ πε­ρι­βαλ­λον­τική κρί­σις, οἱ ψυ­χι­κές κρί­σεις. Συ­νέ­χεια δη­μι­ουρ­γοῦν προ­βλή­ματα καί κα­νένα δέν μπο­ροῦν νά λύ­σουν. Συ­νέ­χεια δη­μι­ουρ­γοῦν και­νούρ­γιες ἐλ­πί­δες γιά κάτι καλ­λί­τερο καί πάντα δι­α­ψεύ­δον­ται. Δυ­στυ­χῶς οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦν τό δράμα τοῦ Σι­σύ­φου. Ἄν ὅλα αὐτά δέν εἶ­ναι ἡ κό­λα­σις, τότε τί εἶ­ναι ἡ κό­λα­σις;


Οὐ­μα­νι­σμός καί οἱ ἐ­πι­πτώ­σεις του στήν Ποι­μαν­τική Δι­α­κο­νία.
Δυ­στυ­χῶς μία ὀ­δυ­νηρή δι­α­πί­στω­σίς μας ὡς πνευ­μα­τι­κοί εἶ­ναι, ὅτι πολ­λοί θέ­λουν νά ξε­φύ­γουν ἀπό τήν κουλ­τούρα καί τά πα­ρε­πό­μενα τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ καί προ­σπα­θοῦν νά ἐ­πι­στρέ­ψουν στόν Χρι­στό καί τήν Ἐκ­κλη­σία Του, ἀλλά δυ­σκο­λεύ­ον­ται. Ποῦ ὀ­φεί­λε­ται αὐτό; Φο­βοῦ­μαι ὅτι ἡ οὐ­μα­νι­στική κουλ­τούρα ἔ­χει εἰ­σχω­ρή­σει βα­θειά μέσα στόν ψυ­χι­σμό τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἐμ­πο­δί­ζει τόν ἄν­θρωπο νά ἔλθη στό Φῶς. Φο­βᾶ­ται ὁ ἄν­θρω­πος μή­πως χά­σει τίς φροῦ­δες ἐλ­πί­δες πού τοῦ ὑ­πό­σχε­ται ὁ οὐ­μα­νι­σμός. Ἔ­χει συ­νη­θί­σει στό σκο­τάδι καί τρέ­μει τό Φῶς. Ἔ­χει ἐ­πη­ρε­α­στεῖ ἀπό τά ψέμ­ματα τῶν οὐ­μα­νι­στῶν κατά τῆς Ἐκ­κλη­σίας καί ὑ­πο­πτεύ­ε­ται ὅτι θά μπῆ σέ ἕνα πα­ρό­μοιο κλουβί σάν καί αὐτό πού βρί­σκε­ται. Ἔτσι με­ρι­κοί πλη­σι­ά­ζουν τήν Ἐκ­κλη­σία γιά νά πά­ρουν μόνο αὐτά πού θέ­λουν καί ἐ­πι­στρέ­φουν πάλι στά ἴ­δια.  Ἄλ­λοι πλη­σι­ά­ζουν τήν Ἐκ­κλη­σία, χω­ρίς νά ἔ­χουν πα­ραι­τηθῆ ἀπό τά θε­λή­ματα τους καί τόν τρόπο ζωῆς πού τούς ἐ­δί­δαξε ὁ οὐ­μα­νι­σμός, καί πε­ρι­μέ­νουν ἀπό τούς λει­τουρ­γούς Της νά τούς δι­και­ώ­σουν στίς ἐ­πι­λο­γές τους. Ἄλ­λοι ἔ­χουν μία ἐ­πι­δερ­μική προ­σέγ­γισι τῆς Ἐκ­κλη­σίας καί σύν­τομα ἐ­πι­στρέ­φουν στά ἴ­δια, δι­ότι τούς ἕλ­κουν «τά σκόρδα καί τά κρεμ­μύ­δια τῆς Αἰ­γύ­πτου». Λί­γοι εἶ­ναι αὐ­τοί, πού ξε­φεύ­γουν ἀπό τά νύ­χια τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ, τόν ἀ­πο­πτύ­ουν καί περ­νοῦν τό κα­τώ­φλι τῆς Πί­στεως, γιά νά μποῦν στήν χαρά τοῦ Κυ­ρίου μας. Τά λέγω αὐτά, γι­ατί πολ­λοί λένε ὅτι τώρα μέ τήν κρίσι, πού ὁ κό­σμος δυ­σκο­λεύ­ε­ται, πολ­λοί θά γυ­ρί­σουν στήν Ἐκ­κλη­σία. Εἶ­ναι ἀμ­φί­βολο, γι­ατί οἱ πα­γι­δευ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι, πού θά τό ἐ­πι­χει­ρή­σουν, ἔ­χουν νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τόν ἴ­διο τόν ἐμπαθῆ ἓαυτό τους, τόν κόσμο καί τόν δι­ά­βολο καί τό σύ­στημά του. Ὁ Χρι­στός βέ­βαια εἶ­ναι πιό δυ­να­τός, ἀρ­κεῖ νά τόν πι­στέ­ψουν καί νά ζη­τή­σουν τήν βο­ή­θεια Του, γι­ατί χω­ρίς αὐ­τήν εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά ξε­φύ­γουμε ἀπό τά δε­σμά τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ.


Ἀν­τι­με­τώ­πι­σις τῶν κρί­σεων
Ἀπό τά ὅσα ἐκ­θέ­σαμε μέ­χρι τώρα συμ­πε­ραί­νουμε, ὅτι τό πρό­βλημα τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σεως στήν Ἑλ­λάδα καί τῶν συ­νε­πειῶν του ἔ­χει τήν ρίζα του στόν οὐ­μα­νι­σμό, ὁ ὁ­ποῖος δέν εἶ­ναι μία φι­λο­σο­φία ἀλλά ἕ­νας τρό­πος ζωῆς, καί ὅτι οἱ πο­λι­τι­κοί καί ὁ λαός στήν πλει­ο­νό­τητά τους ἀ­πε­στρά­φη­σαν τόν Χρι­στό καί με­τε­στρά­φη­σαν στόν οὐ­μα­νι­σμό. Ἔτσι  στόν Ἑλ­λα­δικό χῶρο ἔ­χουν δι­α­μορ­φωθῆ δύο τρό­ποι ζωῆς: αὐ­τός τοῦ πο­λυ­μόρ­φου οὐ­μα­νι­σμοῦ καί ὁ ἄλ­λος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σίας. Πῶς λοι­πόν θά ἀν­τι­με­τω­πί­σουμε τήν κρίσι πού προ­κά­λεσε ὁ οὐ­μα­νι­σμός; Μή­πως συ­στρα­τευ­ό­με­νοι πίσω ἀπό πο­λι­τικά κόμ­ματα; Ἀλλά καί αὐ­τῶν τῶν κομ­μά­των οἱ βά­σεις καί οἱ ἄ­ξο­νες εἶ­ναι οὐ­μα­νι­στι­κές. Μή­πως μέ τίς ἔν­το­νες δι­α­μαρ­τυ­ρίες τοῦ λαοῦ; Ἀλλά στήν πρᾶξι ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὅτι ἡ Πο­λι­τεία στήν καλ­λί­τερη τῶν πε­ρι­πτώ­σεων κω­φεύει, δέν συγ­κι­νεῖ­ται.
 Μή­πως μέ μία βί­αιη ἐ­πα­νά­στασι; Ἀλλά ὅλα φαί­νον­ται νά εἶ­ναι ἐ­λεγ­χό­μενα. Ἄλ­λω­στε ἀπό τήν ἱ­στο­ρία τῶν ἐ­πα­να­στά­σεων δι­δα­σκό­μεθα, ὅτι ὅ­λες οἱ ἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­κτός  τοῦ ὅτι χρει­ά­σθηκε πολύ αἷμα νά χυθῆ γιά νά ἐ­πι­βλη­θοῦν, στό τέ­λος με­τε­βλή­θη­σαν σέ ὁ­λο­κλη­ρω­τικά κα­θε­στῶτα καί κα­νένα πρό­βλημα τῆς κοι­νω­νίας δέν ἔ­χουν λύ­σει. Ἀν­τι­θέ­τως ἐ­πρό­σθε­σαν καί ἄλλα καί στό τέ­λος ἀ­νε­τρά­πη­σαν μέ βί­αιο τρόπο ἤ κα­τέρ­ρευ­σαν ἀπό μό­νες τους. Πέρα ἀπό αὐτά δέν ἔ­χει νό­ημα μία ἐ­πα­νά­στασι, ἄν αὐτή ἐμ­φο­ρεῖ­ται ἀπό οὐ­μα­νι­στικό πνεῦμα, δι­ότι δέν πρό­κει­ται νά ἀλ­λάξη τί­ποτα. Δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν γιά πα­ρά­δει­γμα ὁ Κα­πι­τα­λι­στι­κός οὐ­μα­νι­σμός νά θε­ρα­πεύση τόν Μαρ­ξι­στικό οὐ­μα­νι­σμό, οὔτε καί ἀν­τι­στρό­φως.
 Μή­πως νά ἡ­γηθῆ ἡ Ἐκ­κλη­σία μας μιᾶς εἰ­ρη­νι­κῆς πα­ρεμ­βά­σεως; Ἀλλά καί αὐτό εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νά φέρη κά­ποιο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Γι­ατί; Δι­ότι ἡ Ἐκ­κλη­σία, ἐάν ἀ­να­λάβη ἕνα τέ­τοιο ἐγ­χεί­ρημα,  πρω­τί­στως θά πα­τάξη τήν ρίζα τοῦ κα­κοῦ πού εἶ­ναι ὁ οὐ­μα­νι­σμός. Ἡ πά­τα­ξις αὐτή θά τήν φέρη σέ ἀν­τι­πα­ρά­θεσι μέ πολ­λούς ἀν­θρώ­πους καί τότε τί θά κάνη; Θά χρη­σι­μο­ποι­ήση βία ἐ­φαρ­μό­ζον­τας τήν Ἰ­η­σου­ϊ­τική τα­κτική «ὁ σκο­πός ἁ­γι­ά­ζει τά μέσα» γιά νά ἐ­πι­βάλη τό «κρά­τος τοῦ Θεοῦ»; Ἀλλά αὐτό εἶ­ναι ἀν­τί­θετο πρός τήν φύσι της, δι­ότι σέ­βε­ται τό αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που, δηλ. τήν ἐ­λεύ­θερη ἐ­πι­λογή του νά δι­α­λέγη τόν τρόπο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι σέ ἐ­πί­πεδο πα­ρεμ­βά­σεων τό μόνο πού μπο­ρεῖ νά κάνη καί πρέ­πει νά κάνη εἶ­ναι οἱ νό­μι­μες δι­α­μαρ­τυ­ρίες της γιά τά φαι­νό­μενα τῆς ἀ­δι­κίας τῶν ἱ­σχυ­ρῶν εἰς βά­ρος τῶν ἀ­δυ­νά­των ἤ ὅ­ταν κα­τα­λύ­ε­ται μέ νό­μους τό οἰ­κο­δό­μημα τῆς Ἑλ­λη­νορ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σεως.
 Τε­λικά ποιά εἶ­ναι ἡ λύ­σις τοῦ προ­βλή­μα­τος; Φρο­νοῦμε ὅτι μόνο ἡ  οὐ­σι­α­στική συσ­σω­μά­τω­σις μας στό Σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ δί­νει τήν χα­ρι­στική βολή στόν ἄ­θεο οὐ­μα­νι­σμό καί στίς κρί­σεις πού αὐ­τός δη­μι­ουρ­γεῖ. Λέ­γει ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­τας μου «Μία πρα­γμα­τική ἀλ­λαγή πού χρει­ά­ζε­ται νά γίνη στόν τόπο μας εἶ­ναι νά ἀ­να­κα­λύ­ψουμε καί πάλι τόν χα­μένο ἑ­αυτό μας: τήν ἑλ­λη­νορ­θό­δοξη ζωή. Κάθε ἄλλη ἀλ­λαγή θά ἔχη ἀ­ξία ἐάν προ­σα­να­το­λίζη πρός αὐτή τήν ἀλ­λαγή»[15].
       Αὐ­τήν τήν Ἑλ­λη­νορ­θό­δοξη ζωή ὁ Μ. Βα­σί­λειος τήν πε­ρι­γρά­φει ὡς ἑ­ξῆς: « Ὁ Νοῦς (τοῦ ἀν­θρώ­που), ὅ­ταν δέν δι­α­σκορ­πί­ζε­ται πρός τά ἔξω καί δέν δι­α­χέ­ε­ται διά τῶν αἰ­σθη­τη­ρίων πρός τόν κό­σμον, ἐ­πι­στρέ­φει πρός τόν ἑ­αυτό του καί ἀπό τόν ἑ­αυτό του ἀ­να­βαί­νει πρός τήν ἔν­νοιαν τοῦ Θεοῦ. Κα­θώς δέ πε­ρι­αυ­γά­ζε­ται καί φω­τί­ζε­ται ἀπό ἐ­κεῖνο τό κάλ­λος, λη­σμο­νεῖ καί τήν ἰ­δι­κήν του φύ­σιν ἀ­κόμη· δέν ἑλ­κύει τήν ψυ­χήν εἰς φρον­τίδα διά τήν τρο­φήν οὔτε εἰς μέ­ρι­μναν διά τήν ἐν­δυ­μα­σίαν, ἀλλά, ἐ­λεύ­θε­ρος ἀπό γη­ί­νας φρον­τί­δας, ὅ­λην του τήν προ­σο­χήν με­τα­θέ­τει εἰς τήν ἀ­πό­κτη­σιν τῶν αἰ­ω­νίων ἀ­γα­θῶν».[16] Αὐ­τός πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ ἐ­πί­γειος τρό­πος ζωῆς μας. Αὐτό προ­σφέ­ρει ἡ Ἐκ­κλη­σία μας στόν ἄν­θρωπο.
Μία τέ­τοια ζωή μᾶς ἀ­πα­λάσ­σει ἀπό ἄγχη, φο­βίες,  λι­πο­ψυ­χίες, δι­βου­λίες, μι­κρο­ψυ­χίες, ἀ­πελ­πι­σίες,  ἀ­πο­γνώ­σεις καί ὅλα τά ἄλλα συ­ναφῆ γνω­ρί­σματα τῆς ὀ­λι­γο­πι­στίας. Μία τέ­τοια ζωή μᾶς δί­νει τήν ἄ­νεσι νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουμε τήν κρίσι μέ ἠ­ρε­μία καί ἀ­πό­λυτη ἐμ­πι­στο­σύνη στό Χρι­στό, καί μέ τήν ἐλ­πίδα ὅτι δέν θά μᾶς ἐγ­κα­τα­λείψη. Καί πρά­γματι στήν κα­θη­μερή ζωή τῶν πι­στῶν βλέ­πουμε αὐ­τούς πού δέν ἔ­χα­σαν τήν ἐλ­πίδα τους στό Χρι­στό, ὅτι μπο­ρεῖ νά στε­ροῦν­ται κά­ποια πρά­γματα, ἀλλά τά στοι­χει­ώδη δέν τούς λεί­πουν ποτέ. Ἰ­σχύει γιά αὐ­τούς ὁ λό­γος τοῦ Κυ­ρίου μας: «Μή με­ρι­μνᾶτε τῆ ψυχῆ ὑ­μῶν τί φά­γετε καί τί πί­ετε, μηδέ τῶ σώ­ματι ὑ­μῶν τί ἐν­δύ­σε­σθε·.....οἶδε γάρ ὁ Πα­τήρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νιος ὅτι χρή­ζετε τού­των ἁ­πάν­των. Ζη­τεῖτε δέ πρῶ­τον τήν Βα­σι­λείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ καί ταῦτα πάντα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν»[17].
 Μία τέ­τοια ζωή λη­σμο­νεῖ τά τρέ­χοντα γε­γο­νότα καί δέν ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται ἀπό τό τί θά εἰ­ποῦν οἱ οἰ­κο­νο­μι­κοί ἀ­να­λυ­τές ἤ οἱ εἰ­δή­σεις τῶν ΜΜΕ γιά τήν κρίσι, πού οὐ­σι­α­στικά με­τα­φέ­ρουν τήν προ­σω­πική τους τα­ραχή, σύγ­χυσι καί φο­βίες  στούς ἀ­κρο­α­τές τους. Λέ­γουν γιά τόν Ἅ­γιο Νι­κό­λαο τόν Πλανᾶ, ὅτι ὅ­ταν τόν ἐ­ρώ­τη­σαν τί γνώμη ἔ­χει γιά τά πο­λι­τικά γε­γο­νότα τῆς ἐ­πο­χῆς του καί τήν Μι­κρα­σι­α­τική ἐκστρα­τεία, ἀ­πήν­τησε: Ποιός κυ­βερ­νάει;
 Μία τέ­τοια ζωή εἶ­ναι «τό ἅ­λας τῆς γῆς»[18], εἶ­ναι «τό φῶς τοῦ κό­σμου»[19], οἱ καλ­λί­τε­ροι ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες καί δι­δά­σκα­λοι τοῦ εὐ­αγ­γε­λίου, οἱ πα­ρη­γο­ρη­τές τῶν ἀ­δυ­νά­των. Γνω­ρίζω τέ­τοιες ψυ­χές πού ἔ­χουν ὀ­δυ­νη­ρούς πό­νους καί οἰ­κο­νο­μική ἔν­δεια, ἔ­χουν ὅ­μως βα­θεῖα Πί­στι στό Χρι­στό καί δο­ξο­λο­γοῦν δι­αρ­κῶς καί εὐ­χα­ρι­στι­ακά τόν Θεό γιά τόν Σταυρό πού ση­κώ­νουν καί ὁ Θεός τούς ἀν­τα­μοίβη μέ τό «ἀρ­κεῖ σοι ἡ Χά­ρις μου»[20] πού γρά­φει ὁ Ἀπ. Παῦ­λος
Ἄς γνω­ρί­ζουμε, ὅτι ἡ ἐν Χρι­στῶ Ζωή πα­ρα­μέ­νει στα­θερή καί ἀ­με­τα­κί­νητη, ὅ­ταν ἀ­σκού­μεθα συ­νε­χῶς στό ἔργο τῆς με­τα­νοίας καί τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σεως. Ἐμ­πό­διο γιά τήν κα­τά­κτησι «τῶν κρυ­πτῶν ἀ­ρε­τῶν» εἶ­ναι τά πάθη μας. Αὐτά στέ­κον­ται ἀ­νά­μεσα στόν ἄν­θρωπο καί στό Φῶς τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι ὅ­πως τά σύν­νεφα, τά ὁ­ποῖα ἐμ­πο­δί­ζουν νά ἰδῆ ὁ ἄν­θρω­πος τό φῶς τοῦ ἡ­λίου. Ἐ­πί­σης ἄς γνω­ρί­ζουμε, ὅτι τά πάθη προ­κα­λοῦν­ται στόν ἄν­θρωπο ἀπό τέσ­σε­ρις αἰ­τίες: ἀπό σαρ­κι­κές ἐ­πι­θυ­μίες, ἀπό ἐ­γω­ϊ­στικό φρό­νημα, ἀπό ὑ­περ­βο­λι­κές μέ­ρι­μνες καί ἀπό προ­σβο­λές τῶν δαι­μό­νων. Ἐάν νι­κή­σουμε τά πάθη διά τῆς με­τα­νοίας μας, τότε νι­κή­σαμε τόν οὐ­μα­νι­σμό καί ὅ­σες κρί­σεις προ­κα­λεῖ αὐ­τός. Τότε θά στείλη ὁ Θεός ἡ­γέτη νά μᾶς ἐ­λευ­θε­ρώση. Αὐ­τήν τήν ὁδό ἐγ­κρί­νει ὁ Θεός. Ἄς θυ­μη­θοῦμε τήν σκλα­βιά τῶν Ἑ­βραίων, πού χά­ρις στή με­τά­νοια τους ὁ Θεός τούς ἔ­στειλε ἡ­γέτη τόν Μω­ϋσῆ καί τούς ἐ­λευ­θέ­ρωσε ἀπό τούς Αἰ­γυ­πτί­ους.
Ἐ­πί­σης ἄς ἔ­χουμε ὑπ’ ὄψι μας, ὅτι ἡ οἰ­κο­νο­μική κρί­σις εἶ­ναι ἕ­νας βα­ρύς Σταυ­ρός στούς ὤ­μους τῶν ἀν­θρώ­πων. Χω­ρίς τήν προ­σευχή καί τήν Πί­στι στή Χάρι τοῦ Χρι­στοῦ θά γο­να­τί­σουμε, θά δει­λι­ά­σουμε. Στήν πε­ρί­πτωσι αὐτή ἄς θυ­μη­θοῦμε τό αἰ­ώ­νιο ὑ­πό­δει­γμα γιά ἐ­μᾶς τούς Χρι­στι­α­νούς, τόν Χρι­στό στήν Γε­σθη­μανῆ: «καί θείς τά γό­νατα προ­σηύ­χετο», ἰ­δού ἡ προ­σευχή. Εἶχε ἐγ­κα­τα­λη­φθῆ ἀπό τούς πάν­τες, ἔ­φερε τήν ἀ­γω­νία τῆς σω­τη­ρίας ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἐξ ὀ­νό­μα­τος ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος εἶπε «Πά­τερ εἰ βού­λει πα­ρε­νεγ­κεῖν τοῦτο τό πο­τή­ριον ἀπ’ ἐ­μοῦ, πλήν μή τό θέ­λημα μου, ἀλλά τό σόν γε­νέ­σθω» ἰ­δού ἡ Πί­στις. Καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα; «ὤ­φθη δέ αὐτῶ ἄγ­γε­λος ἀπ’ οὐ­ρα­νοῦ ἐ­νι­σχύων αὐ­τόν»[21]. Αὐ­τήν τήν βο­ή­θεια, αὐ­τήν τήν πα­ρη­γο­ρία ἔ­χουμε σέ πρώτη φάσι ἀ­νάγκη ὅ­λοι ὅ­σοι μα­στι­ζό­μεθα ἀπό τίς συ­νέ­πειες τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς κρί­σεως. Χω­ρίς αὐ­τήν δέν μπο­ροῦμε νά ση­κώ­σουμε τό βά­ρος τῆς κρί­σεως. Μπο­ρεῖ νά πε­ρά­σουμε δυ­σκο­λίες, ὅ­πως ὅ­λος ὁ κό­σμος, ἀλλά ὅ­ταν ἔ­χουμε τόν Χρι­στό ἐν τῆ καρ­δία μας, ὁ Σταυ­ρός μας γί­νε­ται γλυ­κύς καί γί­νε­ται ἡ δόξα καί τό καύ­χημα μας. Χω­ρίς τόν Χρι­στό ὁ σταυ­ρός πού οὕ­τως ἤ ἄλ­λως φέ­ρουμε, γί­νε­ται ὄ­νει­δος, κα­τάρα.
Τέ­λος ἡ οἰ­κο­νο­μική κρί­σις εἶ­ναι μία δο­κι­μα­σία τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ λαοῦ, γι­ατί ἡ ἀ­γάπη του πρός τόν Χρι­στό ἔ­χει πα­γώ­σει ἐξ αἰ­τίας τοῦ οὐ­μα­νι­σμοῦ. Κά­που ἀλ­λοῦ ἔ­χει δώ­σει τήν πρώτη του ἀ­γάπη καί πρέ­πει νά ἐ­πα­νέλθη σέ αὐ­τήν. Τό λέ­γει κα­τη­γο­ρη­μα­τικά στόν Ἄγ­γελο τῆς Ἐκ­κλη­σίας τῆς Ἐ­φέ­σου  καί ἰ­σχύει στό ἀ­κέ­ραιο καί γιά  ἐ­μᾶς. «ἀλλά ἔχω κατά σοῦ ὅτι τήν ἀ­γά­πην σου τήν πρώ­την ἀ­φῆ­κας. Μνη­μό­νευε οὖν πό­θεν πέ­πτω­κας, καί με­τα­νό­η­σον καί τά πρῶτα ἔργα ποί­η­σον· εἰ δέ μή, ἔρ­χο­μαί σοι ταχύ καί κι­νήσω τήν λυ­χνίαν σου ἐκ τοῦ τό­που αὐ­τῆς, ἐάν μή με­τα­νο­ή­σης» [22].


Ἐ­πί­λο­γος
Ὁ Θε­ο­λό­γος τῆς ἀ­γά­πης  Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει: «Αὕτη ἐ­στίν ἡ νίκη ἡ νι­κή­σασα τόν κό­σμο, ἡ πί­στις ἡ­μῶν»[23]. Ἄς κά­νουμε ὑ­πο­μονή στόν Σταυρό πού μᾶς ἔ­λαχε καί ἄς τόν ση­κώ­σουμε μέ εὐ­χα­ρι­στι­ακό τρόπο, γιά νά τό ἐ­κλάβη ὁ Ἅ­γιος Θεός ὡς μαρ­τύ­ριο, γιά νά ἔ­χουμε μι­σθό Μάρ­τυ­ρος.
 Ἀπό ὅλα ὅσα σᾶς εἶπα ἀδελφοί μου, θερμῶς παρακαλῶ αὐτό προσέξατε: Ἀρκεῖ ἡ Πίστις στό Χριστό καί οὐδέποτε θά μᾶς ἐγκαταλείψη ὁ Κύριος. Ἐάν ἔχουμε ζωή μετανοίας νά ξέρετε ὅτι ἔτσι δεσμεύουμε, ὑποχρεώνουμε τόν Θεό νά μεριμνήση γιά ἐμᾶς καί ἔχοντες τόν Θεό μέθ’ ἡμῶν, οὐδείς καθ’ ἡμῶν.
Στήν προ­κει­μένη πε­ρί­πτωσι εἴθε νά ἐν­στερ­νι­σθοῦμε τήν φωνή τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψεως «Ὁ ἔ­χων οὖς ἀ­κου­σάτω τί τό πνεῦμα λέ­γει ταῖς Ἐκ­κλη­σί­αις. Τῶ νι­κῶντι δώσω αὐτῶ φα­γεῖν ἐκ τοῦ ξύ­λου τῆς Ζωῆς, ὅ ἐ­στίν ἐν τῶ πα­ρα­δείσω τοῦ Θεοῦ μου»[24]. Ἀ­μήν. Γέ­νοιτο.



[1] Γέν.  Κεφ. Β΄ στιχ. 16-17
[2] Γέν.  Κεφ. Γ΄ στιχ. 5
[3]  Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γίου Κα­ψάνη: «Ὀρ­θο­δο­ξία καί Οὐ­μα­νι­σμός, Ὀρ­θο­δο­ξία καί Πα­πι­σμός» Δ.΄ Ἔκ­δο­σις,  Ἅγ. Ὄ­ρος. 1998. Εἰ­σα­γωγή.
[4] Ψαλμ. 106 στιχ. 9
[5]  Ἁ­γίου Ἰ­ου­στῖ­νου Πό­πο­βιτς. «Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σία καί Οἰ­κου­με­νι­σμός» σελ. 212
[6]  Ε.Π.Ε. Ἅγ. Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς. Τόμ. 2ος σελ. 56
[7]  Ἐνθ. ἀ­νωτ. Σελ. 116
[8]  Ἀββᾶ Ἰ­σαάκ τοῦ Σύ­ρου: Τά εὑ­ρε­θέντα Ἀ­σκη­τικά. Ἐ­πιμ. Νι­κηφ. Θε­ο­τόκη. Ἐκδ. Ρη­γο­πού­λου 1985. Σελ. 257.
[9]  Ἁγ. Ἰ­ου­στῖ­νου τοῦ Πό­πο­βιτς: «Γνω­σι­ο­λο­γία τοῦ Ἀββᾶ Ἰ­σαάκ τοῦ Σύ­ρου» σελ. 17
[10]   Ἐγ­κυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος, Λα­ρούς, Μπρι­τά­νικα: Τό­μος 7ος  σελ. 390
[11]  Ἐν. ἀ­νωτ. «Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σία καί Οἰ­κου­με­νι­σμός» σελ. 147
[12]  Ἐν. ἀ­νωτ. «Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σία καί Οἰ­κου­με­νι­σμός» σελ. 163 
[13]  Μα­κρυ­γι­άννη: Ἀ­πο­μνη­μο­νευ­ματα σελ. 364-365.
[14]   Ἐγ­κυ­κλο­παί­δεια Πά­πυ­ρος, Λα­ρούς, Μπρι­τά­νικα: Τό­μος 7ος  σελ. 390
[15]   Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γίου Κα­ψάνη: «Ὀρ­θο­δο­ξία καί Οὐ­μα­νι­σμός, Όρ­θο­δο­ξία καί Πα­πι­σμός» Δ.΄ Ἔκ­δο­σις,  Ἅγ. Ὄ­ρος. 1998  σελ. 59
[16]   Ε.Π.Ε. Μ. Βα­σί­λειος Τόμ. 1ος σελ. 65.
[17]  Ματθ. Κεφ. Στ΄ στιχ.  25, 33
[18]   Ματθ. Κεφ. Ε΄ στιχ. 13
[19]    Ματθ. Κεφ. Ε΄ στιχ. 14
[20]    Β΄. Κο­ρινθ.  Κεφ. ΙΒ΄ στιχ. 9
[21]    Λουκ. Κεφ. ΚΒ΄ στιχ. 41-43
[22]    Ἀ­πο­καλ. Κεφ. Β΄. στιχ. 4-5
[23]    Α΄. Ἰω. Κεφ. Ε΄. στιχ. 4
[24]    Ἀ­πο­καλ. Κεφ. Β΄. στιχ. 7

[1] ΟΜΙΛΙΑ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ ΣΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΙΣ 30-11-2014 ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ Ι. ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ» ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ.